μάμμος

μάμμος
ο акушёр

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "μάμμος" в других словарях:

  • μάμμος — (I) ο μαιευτήρας. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού μαμμή «μαία», με αλλαγή γένους. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Βλάχου]. (II) μάμμος, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «οἰκέτης» …   Dictionary of Greek

  • μαμμοσύνη — η [μάμμος (I)] το επάγγελμα τής μαίας, η μαιευτική …   Dictionary of Greek

  • μαμούδι — και μαμούνι, το (Μ μαμούδι και μαμούνι) έντομο, ζωύφιο νεοελλ. μτφ. άνθρωπος αεικίνητος. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. υποκορ. τού μάμμος (II) «οικέτης». Κατ άλλους, από το ρ. μαμμᾶν < μάμμη. Τέλος, έχει διατυπωθεί η άποψη ότι το μαμούδι < μούμουδο <… …   Dictionary of Greek

  • mamoş — MÁMOŞ, mamoşi, s.m. Medic specialist în obstetrică şi ginecologie; ginecolog, obstetrician. – Din ngr. mám os. Trimis de claudia, 13.09.2007. Sursa: DEX 98  MÁMOŞ s. v. ginecolog. Trimis de siveco, 13.09.2007. Sursa: Sinonime  mámoş s. m., pl.… …   Dicționar Român


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»